- ὀψοφαγίᾳ
- ὀψοφαγίαι , ὀψοφαγίαdainty livingfem nom/voc plὀψοφαγίᾱͅ , ὀψοφαγίαdainty livingfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀψοφαγία — ὀψοφαγίᾱ , ὀψοφαγία dainty living fem nom/voc/acc dual ὀψοφαγίᾱ , ὀψοφαγία dainty living fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οψοφαγία — ὀψοφαγία, ἡ (Α) [οψοφάγος] 1. το να τρώει κανείς εύγευστα εδέσματα («ὀψοφαγίαις καὶ πολυτελείαις δείπνων», Αισχίν.) 2. διατροφή που κυρίως περιλαμβάνει ψάρια … Dictionary of Greek
ὀψοφαγίας — ὀψοφαγίᾱς , ὀψοφαγία dainty living fem acc pl ὀψοφαγίᾱς , ὀψοφαγία dainty living fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψοφαγίαι — ὀψοφαγία dainty living fem nom/voc pl ὀψοφαγίᾱͅ , ὀψοφαγία dainty living fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψοφαγίαν — ὀψοφαγίᾱν , ὀψοφαγία dainty living fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψοφαγιῶν — ὀψοφαγία dainty living fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψοφαγίαις — ὀψοφαγία dainty living fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φαγία — ΝΜΑ β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε φάγος* ή από ρ. σε φαγώ (για την ετυμολ. και σημ. τών λ. βλ. λήμμα φαγος).Παραδείγματα λ. με β συνθετικό φαγία: αδηφαγία, ανθρωποφαγία, ζωοφαγία, ιχθυοφαγία, κρεοφαγία / … Dictionary of Greek